- μονολίθου
- μονόλιθοςmade out of one stonemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ατταβύρου, δήμος — Νέος δήμος (3.214 κάτ.) του νομού Δωδεκανήσου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Ισιδώρου, Έμπωνα, Κρητηνίας, Μονολίθου και Σιάνων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek